- σπιουνάρω
- σπιούναρα (λ. ιταλ.)1. παρακολουθώ κάποιον και καταγγέλλω τις πράξεις του στις αρχές ή στους προϊσταμένους του.2. βάζω σπιουνιές, ραδιουργώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.